περιστροφικός

περιστροφικός
-ή, -ό
αυτός που γίνεται με περιστροφή: Περιστροφική κίνηση του τροχού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιστροφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή 2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας» τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός …   Dictionary of Greek

  • περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… …   Dictionary of Greek

  • ροταριανός — ο, θηλ. ροταριανή, Ν 1. μέλος του Ροταριανού Ομίλου 2. φρ. «Ροταριανός Όμιλος» σύλλογος επιχειρηματιών, επιστημόνων, καλλιτεχνών, με προγραμματικό σκοπό την εξυπηρέτηση τής κοινωνίας από τη θέση και τις αρμοδιότητες τού κάθε μέλους, σύλλογος ο… …   Dictionary of Greek

  • τριδύναμος — η, ο / τριδύναμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρεις δυνάμεις ή τρεις ιδιότητες νεοελλ. φρ. «τριδύναμος περιστροφικός κινητήρας» (μηχανολ.) βενζινοκινητήρας που αποτελείται από τρεις ρότορες, έναν για την ισχύ, έναν για την καύση και έναν που… …   Dictionary of Greek

  • εκχιονιστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη διάνοιξη περάσματος ανάμεσα από το χιόνι. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ε. που μπορούν να διαχωριστούν γενικά σε μηχανές που διασχίζουν το χιόνι και σε μηχανές που καθαρίζουν το χιόνι. Οι μηχανές που διασχίζουν το χιόνι,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • ζάλο — το 1. βήμα. 2. περιστροφικός βηματισμός ή γύρος του χορού: Ο πεντοζάλης κάνει τρία ζάλα μπρος και δύο πίσω. 3. διασκέλιση, πήδημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”